Σήμερα γίνεσαι 6 μηνών. Πέρασαν 6 μήνες από εκείνο το βράδυ μέχρι σήμερα.
Σαν τώρα θυμάμαι ότι σε χάιδεψα με μια περίεργη γαλήνη. Οι τελευταίες εξετάσεις είχαν δείξει πως δεν θα γεννούσα και πως σε λίγες μέρες θα φεύγαμε να πάμε σπίτι, έχοντας μπροστά μας 2 μήνες ακόμα. Οι δύο μας! Χάιδεψα την κοιλιά μου, εσύ κουνήθηκες - ομολογουμένως πολύ- αλλά δεν έδωσα σημασία και έπειτα από 5 μέρες παραμονής μας στο Ιασώ, 5 μέρες αγωνίας και απανωτών εξετάσεων, κοιμήθηκα ήρεμη. Η ταλαιπωρία έμοιαζε να έχει τελειώσει. Ήμουν 7 μηνών έγκυος και ναι, θα φτάναμε στον 9ο!
Με πήρε ο ύπνος κι εσύ κολυμπούσες. Έντονα. Σου μιλούσα μισοκοιμισμένη και προσπαθούσα να σε ηρεμήσω. “Κοιμήσου μωρό μου, τον περάσαμε τον κίνδυνο”.
Πλάκα έχει να λογαριάζεις χωρίς τον ξενοδόχο.
Μια ώρα μετά, ξύπνησα έντρομη. Δεν θέλω να γράψω τι ακριβώς συνέβη γιατί δεν θέλω όταν μεγαλώσεις να το διαβάσεις. Αυτό είναι κάτι που θα το ξέρω πάντα εγώ. Εσύ αρκεί να ξέρεις πως ήσουν...βιαστικός... Μας πήρε ίσως 2 λεπτά για να βρεθούμε αρκετούς ορόφους κάτω, τα φορεία έτρεχαν, η Όλγα η γιατρός μας και η Ειρήνη η Μαία ήρθαν -από το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν- σε χρόνο ρεκόρ (μα πώς το κάνατε αυτό;) και μια ολόκληρη ομάδα του Ιασώ, μας πλαισίωσε για να μας προστατέψει. “Μην πάρεις ακόμα τον Τάσο και τους γονείς σου”, μου είπε η Όλγα, “προσπαθούμε να κρατήσουμε τον μπέμπη στην κοιλίτσα σου”.
Και πάλι δεν σε είχαν ρωτήσει…
Οι συσπάσεις ήταν τόσο έντονες που όσο και να ήθελα να ελπίζω για το αντίθετο, μέσα μου ήξερα πως εσύ είχες πάρει τις αποφάσεις σου. Να πάρω τον Τάσο; Ρώτησα και πάλι. Περίμενε, μου είπε η Όλγα.
Εξετάσεις αίματος, οροί, ζώνες που μετράνε τις συσπάσεις, υπέρηχοι. Λευκοί τοίχοι, ενός παγωμένου δωματίου και εμείς οι δύο, σε απόλυτο σοκ, εγώ ακίνητη, κοκκαλωμένη, παγωμένη σαν ξύλο, εσύ σε πανικό μέσα στην κοιλιά μου, προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι θα γίνει.
“Μυρτούλα, πάρε τον Τάσο, θα τον πάρουμε τον μπέμπη σου”, μου είπε η Ειρήνη με χαμηλή φωνή, σαν να μου έλεγε το πιο γλυκό πράγμα του κόσμου. Εκείνη την ώρα ετοίμαζε κάτι και κοίταζε χαμηλά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την κουβέντα και αυτό το βλέμμα. Κοκκάλωσα και άρχισα να σπαράζω στο κλάμα. Ο μπαμπάς σου, ήταν δίπλα μας σε ελάχιστα λεπτά. Δεν τον ρώτησα ποτέ πώς ήρθε και με πόσο έτρεχε. Μπήκε στο δωμάτιο ντυμένος με ρούχα χειρουργείου για να είναι δίπλα μας σε όλα. Δεν επιτρεπόταν να είναι παρών στην καισαρική και έτσι μείναμε και πάλι οι δυο μας. Εμείς και μια ομάδα γιατρών και νοσοκόμων του Ιασώ που δεν ξέρω αν έχω καταφέρει να ευχαριστήσω όσο θα ήθελα. Θυμάμαι μόνο να εύχομαι με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να μην ξυπνήσω από τη νάρκωση αν κάτι πήγαινε στραβά.
Στις 4 τα ξημερώματα, ήμουν και πάλι μόνη μου. Έπειτα από 7 μήνες υπέροχης παρέας και εσύ είχες ήδη μπει στο σπιτάκι σου που θα σε φιλοξενούσε για 56 μέρες.
Μια άδεια κοιλιά και μια άδεια αγκαλιά.
Το ξύπνημα από τη νάρκωση με βρήκε μπροστά σε ένα πελώριο τοίχο. Απροετοίμαστη. Μπροστά σε ένα πελώριο βουνό, που έπρεπε να ανεβούμε με τον μπαμπά σου χέρι χέρι.
Πενηνταέξι ημέρες. Θυμάμαι κάθε μία. Εκτός από τις πρώτες που δεν μπορώ με τίποτα να επαναφέρω στη μνήμη μου. Σε απόλυτο σοκ, βρέθηκα στον 2ο όροφο του Ιασώ, σε έναν μικρόκοσμο γεμάτο πόνο αλλά και χαρές. Σε έναν μικρόκοσμο που θα μας φιλοξενούσε για 56 μέρες. Μια οικογένεια που δημιουργήθηκε πρόωρα. Δίπλα σε άλλες που ζούσαν τη δική τους ιστορία. Και σιγά σιγά το εγώ έγινε εμείς και γίναμε όλοι μια μεγάλη οικογένεια. Γονείς, προωράκια, γιατροί, μαίες, το προσωπικό. Μια ομάδα ενωμένη που έπρεπε να παίξει το καλύτερο χαρτί της για να πάνε όλα καλά.
Στο Ιασώ έκανες τους πρώτους σου φίλους. Στις διπλανές θερμοκοιτίδες. Και εμείς, οι γονείς, ενωθήκαμε με έναν ιερό δεσμό. Έναν κοινό στόχο. Να πάρουμε τα παιδιά μας από εκεί υγιή και να γυρίσουμε σελίδα.
Δύο επισκεπτήρια κάθε μέρα, κλάμα, πολύ κλάμα, στο αυτοκίνητο, στο σπίτι, στη δουλειά. Αλλά ποτέ μπροστά σου. Ήταν ρητή εντολή της Μαρίνας Αντωνιάδη (της λατρεμένης μας συντονίστριας Μαίας της Μονάδας Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών) “θα του μιλάς μόνο για όμορφα πράγματα, για διακοπές, για βόλτες”. Και προσπαθούσαμε, αλήθεια. Και εσύ έπαιρνες 10 γραμμάρια τη μία μέρα, 20 την άλλη. Και όταν έπαιρνες 40 χειροκροτούσαμε όλοι μαζί με τους άλλους γονείς. Κάθε βράδυ, μετά το τέλος του βραδινού επισκεπτηρίου μαζευόμασταν σαν πηγαδάκι σε 5ήμερη και μοιραζόμασταν. Χαρές και λύπες. Στην αύξηση γραμμαρίων χειροκροτούσαμε, στα άσχημα νέα δακρύζαμε, όλοι μαζί. Γιατί ξαφνικά όλα τα παιδιά της παρέας, έγιναν δικά μας παιδιά.
Την πιο κρύα μέρα του χειμώνα και ενώ έξω χιόνιζε και εγώ ήμουν σε δουλειά, με το ρολόι στο χέρι πάντα για να προλάβω το μεσημεριανό επισκεπτήριο, χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο μπαμπάς σου. “Με πήραν τηλέφωνο. Πάμε να τον πάρουμε”.
Πάγωσα, έκατσα για να μην πέσω κάτω και ένιωσα πως ήθελα να ουρλιάξω από μια αδιάνοητη χαρά, μια αξεπέραστη ανακούφιση και ένα τρελό άγχος. Σε μια ώρα υπογράφαμε τα χαρτιά της εξόδου. Τρέμαμε και οι δύο. Χαιρετήσαμε τους φίλους μας, τις μαίες που σε πρόσεξαν τόσο πολύ, τους γιατρούς. Το Ιασώ είχε γίνει το δεύτερο σπίτι μας. Πλέον όμως ήσουν δικός μας. Χωρίς ωράρια, χωρίς γιατρούς, χωρίς σωληνάκια.
Οι πόρτες του Ιασώ άνοιξαν. Έξω χιόνιζε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και φύγαμε. Οι τρεις μας.
Και ξέρεις κάτι; Τα καταφέραμε...